- πνευματισμοῦ
- πνευματισμόςuse of the breathingmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αποκρυφισμός — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται όλα τα ιστορικο πολιτιστικά φαινόμενα, σε οποιαδήποτε χώρα, εποχή ή πολιτισμό, τα οποία συνίστανται στην κατοχή και την άσκηση μιας μυστικής διδασκαλίας, λίγο έως πολύ πολύπλοκης και συστηματικής, που έχει ως… … Dictionary of Greek
μέντιουμ — το πρόσωπο που χρησιμεύει ως διάμεσο σε πνευματιστικά ή μεταψυχικά φαινόμενα, ικανό να αντιλαμβάνεται με φαινομενικώς υπερφυσικά μέσα διάφορα υπαρκτά στοιχεία γνώσης και, όπως πιστεύουν οι οπαδοί τού πνευματισμού, τα μηνύματα τών πνευμάτων, αλλ.… … Dictionary of Greek
πνευματιστής — ο, θηλ. πνευματίστρια, Ν οπαδός τού πνευματισμού, αυτός που ασχολείται με τα λεγόμενα πνευματιστικά φαινόμενα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πνεύμα, ατoς + ιστής, απόδοση στην Ελληνική τού γαλλ. spititualiste. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Θ. Καΐρη] … Dictionary of Greek
πνευματοφωνία — η, Ν (κατά τους οπαδούς τού πνευματισμού) επικοινωνία τών πνευμάτων με τους ζώντες κατά την μεσολάβηση προσώπου που βρίσκεται σε κατάσταση υπνώσεως … Dictionary of Greek
τυπτολογία — η, Ν σύστημα συνεννόησης οπαδών τού πνευματισμού με πνεύματα νεκρών, που πραγματοποιείται με τους χτύπους τού ποδιού στρογγυλού τραπεζιού, το οποίο υποτίθεται ότι κινείται με τη δύναμη τών πνευμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύπτω «χτυπώ» + λογία*. Η λ.… … Dictionary of Greek
Γκραφ, Αρτούρο — (Arturo Grαf, 1848 – 1913).Ιταλός ποιητής και κριτικός. Από το 1882 υπήρξε καθηγητής στην έδρα της ιταλικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο του Τορίνο. Το 1883 ίδρυσε μαζί με τους Ρενιέ και Νοβάτι το Ιστορικό ημερολόγιο της ιταλικής… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
μαγνητισμός, ζωικός — Θεραπευτική μέθοδος η οποία –σύμφωνα με τους υποστηρικτές της– βασίζεται στην άποψη ότι υπάρχει ένα ρευστό που προέρχεται από τα σώματα και τους οργανισμούς, ικανό να επιφέρει έως και θεραπευτική μεταβολή στα όργανα που επιδρά. Η θεωρία αυτή… … Dictionary of Greek
Ντόιλ, Άρθουρ Κόναν — (Sir Arthur ConanDoyle, Εδιμβούργο 1859 – Κρόουμπορο, Σάσεξ 1930). Βρετανός συγγραφέας. Μαθητής των ιησουιτών, πήρε δίπλωμα ιατρικής και υπηρέτησε ως γιατρός σε πλοίο, ταξιδεύοντας στην Αρκτική και στις ακτές της Αφρικής. Μετά την επιστροφή του… … Dictionary of Greek
Φίτζι — Επίσημη Ονομασία: Δημοκρατία των νησιών Φίτζι Συντομευμένη Ονομασία: Φίτζι Εκταση: 18.270 τ.χλμ. Πληθυσμός: 856.346 (2002) Πρωτεύουσα: Σούβα Συγκρότημα νησιών της Ωκεανίας στο Ν ΕιρηνικόΣτα σύνορα μεταξύ Mελανησίας και Πολυνησίας, το αρχιπέλαγος… … Dictionary of Greek